χεράκλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χεράκλα οι χεράκλες
      γενική της χεράκλας
    αιτιατική τη χεράκλα τις χεράκλες
     κλητική χεράκλα χεράκλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χεράκλα < χέρ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -άκλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χεράκλα θηλυκό

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.