χεροκάμωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χεροκάμωτος < χερο- + -κάμωτος[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
[επεξεργασία]χεροκάμωτος, -η, -ο
(σπάνιο)
- φτιαγμένος από ανθρώπινο χέρι
- χειροποίητος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χεροκάμωτος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ δες και ομορφο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας