χερόμπολο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χερόμπολο < χέρι + βολιά (= κίνηση, γύρισμα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χερόμπολο ουδέτερο, πληθυντικός χερόμπολα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]