χημειοσυνθετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χημειοσυνθετικός < χημεία + συνθετικός
Επίθετο
[επεξεργασία]χημειοσυνθετικός, -η, -ο
- (βιολογία), (χημεία), (βιοχημεία): αυτός που συντίθεται με χημικές διαδικασίες (χημειοσύνθεση)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- αναφέρεται συνηθέστερα στη σύνθεση οργανικών μορίων από ανόργανα στοιχεία και ουσίες
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χημειοσυνθετικός
|