χημειοφωταύγεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χημειοφωταύγεια και χημιφωταύγεια θηλυκό
- φωταύγεια που προκαλείται από χημικές αντιδράσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χημειοφωταύγεια
|