χηνίσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χηνίσιος | η | χηνίσια | το | χηνίσιο |
γενική | του | χηνίσιου | της | χηνίσιας | του | χηνίσιου |
αιτιατική | τον | χηνίσιο | τη | χηνίσια | το | χηνίσιο |
κλητική | χηνίσιε | χηνίσια | χηνίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χηνίσιοι | οι | χηνίσιες | τα | χηνίσια |
γενική | των | χηνίσιων | των | χηνίσιων | των | χηνίσιων |
αιτιατική | τους | χηνίσιους | τις | χηνίσιες | τα | χηνίσια |
κλητική | χηνίσιοι | χηνίσιες | χηνίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /çiˈni.sços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χη‐νί‐σιος
Επίθετο
[επεξεργασία]χηνίσιος, -α, -ο
- που έχει σχέση με τη χήνα, ανήκει η αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη χήνα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χηνίσιος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- χηνίσιος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίσιος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)