χιλιοϋμνολογημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χιλιοϋμνολογημένος < χιλιο- + υμνολογημένος
Μετοχή
[επεξεργασία]χιλιοϋμνολογημένος
- που πολλές φορές έχει υμνολογηθεί ή αξίζει να υμνολογηθεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χιλιοϋμνολογημένος
|