χινόπωρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Χινόπωρος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χινόπωρο τα χινόπωρα
      γενική του χινόπωρου των χινόπωρων
    αιτιατική το χινόπωρο τα χινόπωρα
     κλητική χινόπωρο χινόπωρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χινόπωρο < (φθιν)όπωρο με παρετυμολογική σύνδεση προς τον ήχο çin του ρήματος χύνω (καθώς τα φύλλα «χύνονται»)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /çiˈno.po.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χι‐νό‐πω‐ρο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χινόπωρο ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]