χινόπωρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χινόπωρο | τα | χινόπωρα |
γενική | του | χινόπωρου | των | χινόπωρων |
αιτιατική | το | χινόπωρο | τα | χινόπωρα |
κλητική | χινόπωρο | χινόπωρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χινόπωρο < (φθιν)όπωρο με παρετυμολογική σύνδεση προς τον ήχο çin του ρήματος χύνω (καθώς τα φύλλα «χύνονται»)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /çiˈno.po.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χι‐νό‐πω‐ρο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χινόπωρο ουδέτερο
- (ιδιωματικό, λαϊκότροπο) το φθινόπωρο
- ※ Την τελεφταία [sic] φορά που ο Πέλας είδε το γέρο ερημίτη, το χινόπωρο είχε προχωρήσει (Μ. Καραγάτσης. «Η ιστορία του Πέλα», Το συναξάρι των αμαρτωλών. [Αθήνα]: Γκοβόστης, [1935], σ. 18)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- χινόπωρος (ουδέτερο ιδιωματικό, δημοτική)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Χινόπωρος (επώνυμο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χινόπωρο
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χινόπωρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)