χιονοβόλημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χιονοβόλημα τα χιονοβολήματα
      γενική του χιονοβολήματος των χιονοβολημάτων
    αιτιατική το χιονοβόλημα τα χιονοβολήματα
     κλητική χιονοβόλημα χιονοβολήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χιονοβόλημα < χιόν(ι) + -ο- + βολ(ή) + -ημα. (μαρτυρείται από το 1887)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ço.noˈvo.li.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νο‐βό‐λη‐μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χιονοβόλημα ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)