χιονοδρόμιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ço.noˈðɾo.mi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐δρό‐μι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χιονοδρόμιο ουδέτερο
- (αθλητισμός) ειδικά διαμορφωμένος χώρος για αγώνες χιονοδρομίας
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χιονοδρόμιο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χιονο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δρόμιο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)