χιουμοριστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]χιουμοριστικά < χιουμοριστικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]χιουμοριστικά
- κάνοντας χιούμορ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χιουμοριστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]χιουμοριστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χιουμοριστικό