χιτώνας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χιτώνας οι χιτώνες
      γενική του χιτώνα των χιτώνων
    αιτιατική τον χιτώνα τους χιτώνες
     κλητική χιτώνα χιτώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αρχαιοελληνικός χιτώνας σε γκραβούρα του 19 αι.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χιτώνας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χιτών, αιτιατική τὸν χιτῶνα[1] < σημιτικής προέλευσης *kittan < ακκαδική kitû / kita’um (λινάρι, λινός) < σουμεριακή gada

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /çiˈto.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χι‐τώ‐νας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χιτώνας αρσενικό

  1. (ιστορία, ενδυμασία) ανδρικό και γυναικείο ένδυμα κατά την αρχαιότητα από λινό ή μάλλινο ύφασμα που το φορούσαν κατάσαρκα
    χειριδωτός χιτώνας (με μανίκια)
    ποδήρης χιτώνας (μακρύς, μέχρι τον αστράγαλο)
  2. (ανατομία, βιολογία) ιστός που μοιάζει με μεμβράνη και περιβάλλει όργανα
    αμφιβληστροειδής χιτώνας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]