χλαίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χλαίνα | οι | χλαίνες |
γενική | της | χλαίνας | των | χλαινών |
αιτιατική | τη | χλαίνα | τις | χλαίνες |
κλητική | χλαίνα | χλαίνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χλαίνα < αρχαία ελληνική χλαῖνα < προελληνική *χλᾰν- (συγγενές με τα χλανίς και χλαμύς)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χλαίνα θηλυκό
- άλλη μορφή του χλαίνη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χλαίνα
→ δείτε τη λέξη χλαίνη |