χλωριώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χλωριώνω < χλώριο + -ώνω

χλωριώνω, πρτ.: χλωρίωνα, στ.μέλλ.: θα χλωριώσω, αόρ.: χλωρίωσα, παθ.φωνή: χλωριώνομαι, μτχ.π.π.: χλωριωμένος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]