χλωροφορμίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χλωροφορμίζω < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική chloroformiser < chloroforme (χλωροφόρμιο)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xlo.ɾo.foɾˈmi.zo/
Ρήμα
[επεξεργασία]χλωροφορμίζω (παθητική φωνή: χλωροφορμίζομαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις χλωροφόρμιο, χλωρός και φόρμα
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χλωροφορμίζω | χλωροφόρμιζα | θα χλωροφορμίζω | να χλωροφορμίζω | χλωροφορμίζοντας | |
β' ενικ. | χλωροφορμίζεις | χλωροφόρμιζες | θα χλωροφορμίζεις | να χλωροφορμίζεις | χλωροφόρμιζε | |
γ' ενικ. | χλωροφορμίζει | χλωροφόρμιζε | θα χλωροφορμίζει | να χλωροφορμίζει | ||
α' πληθ. | χλωροφορμίζουμε | χλωροφορμίζαμε | θα χλωροφορμίζουμε | να χλωροφορμίζουμε | ||
β' πληθ. | χλωροφορμίζετε | χλωροφορμίζατε | θα χλωροφορμίζετε | να χλωροφορμίζετε | χλωροφορμίζετε | |
γ' πληθ. | χλωροφορμίζουν(ε) | χλωροφόρμιζαν χλωροφορμίζαν(ε) |
θα χλωροφορμίζουν(ε) | να χλωροφορμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χλωροφόρμισα | θα χλωροφορμίσω | να χλωροφορμίσω | χλωροφορμίσει | ||
β' ενικ. | χλωροφόρμισες | θα χλωροφορμίσεις | να χλωροφορμίσεις | χλωροφόρμισε | ||
γ' ενικ. | χλωροφόρμισε | θα χλωροφορμίσει | να χλωροφορμίσει | |||
α' πληθ. | χλωροφορμίσαμε | θα χλωροφορμίσουμε | να χλωροφορμίσουμε | |||
β' πληθ. | χλωροφορμίσατε | θα χλωροφορμίσετε | να χλωροφορμίσετε | χλωροφορμίστε | ||
γ' πληθ. | χλωροφόρμισαν χλωροφορμίσαν(ε) |
θα χλωροφορμίσουν(ε) | να χλωροφορμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χλωροφορμίσει | είχα χλωροφορμίσει | θα έχω χλωροφορμίσει | να έχω χλωροφορμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις χλωροφορμίσει | είχες χλωροφορμίσει | θα έχεις χλωροφορμίσει | να έχεις χλωροφορμίσει | ||
γ' ενικ. | έχει χλωροφορμίσει | είχε χλωροφορμίσει | θα έχει χλωροφορμίσει | να έχει χλωροφορμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χλωροφορμίσει | είχαμε χλωροφορμίσει | θα έχουμε χλωροφορμίσει | να έχουμε χλωροφορμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε χλωροφορμίσει | είχατε χλωροφορμίσει | θα έχετε χλωροφορμίσει | να έχετε χλωροφορμίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χλωροφορμίσει | είχαν χλωροφορμίσει | θα έχουν χλωροφορμίσει | να έχουν χλωροφορμίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χλωροφορμίζω