χλωροφορμίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χλωροφορμίζω < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική chloroformiser < chloroforme (χλωροφόρμιο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /xlo.ɾo.foɾˈmi.zo/

χλωροφορμίζω (παθητική φωνή: χλωροφορμίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]