χνότο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χνότο | τα | χνότα |
γενική | του | χνότου | των | χνότων |
αιτιατική | το | χνότο | τα | χνότα |
κλητική | χνότο | χνότα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χνότο < μεσαιωνική ελληνική χνότα / χνότος < άχνα < αρχαία ελληνική ἄχνη
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χνότο ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- δεν ταιριάζουνε τα χνότα μας: δεν ταιριάζουμε, δεν μπορούμε να συνεργαστούμε