χολ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χολ < (άμεσο δάνειο) αγγλική hall

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χολ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]