χολινεργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χολινεργικός < αγγλική cholinergic < acetylcholine + -ergic. Μορφολογικά αναλύεται σε (ακετυλο)χολίν(η) + -εργικός
Επίθετο
[επεξεργασία]χολινεργικός, -ή, -ό
- (φαρμακευτική) που έχει τη λειτουργία της ακετυλοχολίνης
- ※ Σαν παράδειγμα αλλοστερικού ανταγωνισμού αναφέρεται η εξασθένηση της δράσης της ακετυλοχολίνης (χολινεργικός αγωνιστής) από το αντιισταμινικό φάρμακο πυριλαμίνη (Σάββας Μουζούρας, Κτηνιατρική Φαρμακολογία, 1996, σελ. 83 [1])
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χολινεργικός