χονδρέμπορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χονδρέμπορος | οι | χονδρέμποροι |
γενική | του | χονδρέμπορου & χονδρεμπόρου |
των | χονδρέμπορων & χονδρεμπόρων |
αιτιατική | τον | χονδρέμπορο | τους | χονδρέμπορους & χονδρεμπόρους |
κλητική | χονδρέμπορε | χονδρέμποροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χονδρέμπορος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική commerçant en gros, χονδρ(ός) + -έμπορος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xonˈðɾem.bo.ɾos/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χονδρέμπορος αρσενικό
- (λόγιο, επάγγελμα) άλλη μορφή του χοντρέμπορος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- χοντρέμπορας (προφορικό, λαϊκότροπο)
- χοντρέμπορος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χονδρέμπορος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έμπορος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)