χοντρουλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xon.dɾuˈlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐ντρου‐λός
Επίθετο
[επεξεργασία]χοντρουλός, -ή, -ό
- που είναι κάπως χοντρός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χοντρουλός
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χοντρουλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας