χορηγητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χορηγητής < ελληνιστική κοινή χορηγητήρ < αρχαία ελληνική χορηγέω < χορηγός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χορηγητής αρσενικό (θηλυκό χορηγήτρια)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χορηγητής
|