χορηγό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xo.ɾiˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐ρη‐γό
- ομόηχο: χορηγώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]χορηγό αρσενικό
χορηγό αρσενικό