χοροστατών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χοροστατών < αρχαία ελληνική χοροστατῶν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος χοροστατέω
Επίθετο
[επεξεργασία]χοροστατών
- (θρησκεία) που χοροστατεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χοροστατών
|