χουγιατό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χουγιατό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χουγιατό ουδέτερο
- φασαρία, όταν φωνάζουν δυνατά και δεν καταλαβαίνεις τι λένε
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χουγιατό
|