χουγιατό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χουγιατό < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χουγιατό ουδέτερο

  • φασαρία, όταν φωνάζουν δυνατά και δεν καταλαβαίνεις τι λένε

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]