χουγιαχτό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χουγιαχτό τα χουγιαχτά
      γενική του χουγιαχτού των χουγιαχτών
    αιτιατική το χουγιαχτό τα χουγιαχτά
     κλητική χουγιαχτό χουγιαχτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χουγιαχτό < χουγιάζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χουγιαχτό ουδέτερο

  1. δυνατές φωνές από απόσταση
  2. (μεταφορικά) μεγαλόφωνος τσακωμός

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]