χουλιγκάνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xu.liˈɡa.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χου‐λι‐γκά‐νο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χουλιγκάνος αρσενικό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του χούλιγκαν
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη χούλιγκαν
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χουλιγκάνος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)