χουφτίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χουφτίτσα | οι | χουφτίτσες |
γενική | της | χουφτίτσας | — | |
αιτιατική | τη | χουφτίτσα | τις | χουφτίτσες |
κλητική | χουφτίτσα | χουφτίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χουφτίτσα < χούφτα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χουφτίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του χούφτα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη φούχτα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χουφτίτσα
|