χοῖρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χοῖρος < ομόρριζο των χήρ (ακανθόχοιρος) και του χέρσος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χοῖρος αρσενικό

  1. ο χοίρος, το γουρούνι, συνήθως ο νεαρός, το γουρουνόπουλο
  2. τα γυναικεία γεννητικά όργανα, το αιδοίο

Συγγενικά

[επεξεργασία]