χρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χρήζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χρίζω < (ελληνιστική κοινήχρίζω < αρχαία ελληνική χρίζω

χρίζω (& χρίω)

  1. (θρησκεία) αλείφω με μύρο ή έλαιο
  2. απονέμω επίσημο τίτλο, αξίωμα ή ιδιότητα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]