χρειαζούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρειαζούμενος < από το ρήμα χρειάζομαι.
Μετοχή
[επεξεργασία]χρειαζούμενος -η -ο
- βάλαμε στο σακίδιο τα σκοινιά και όλα τα χρειαζούμενα σύνεργα για την ορειβασία και ξεκινήσαμε