χρεών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]χρεών < μετοχή του χράω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρεών ουδέτερο άκλιτο
- άκλιτος τύπος από τη μετοχή του χράω χρεών, το χρεών, ο χρησμός που δόθηκε από το μαντείο, εκείνο που θα γίνει αναγκαστικά, το προδιαγεγραμμένο από τη μοίρα, το δίκαιο, το ορθό