χρεών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

χρεών < μετοχή του χράω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χρεών ουδέτερο άκλιτο

  • άκλιτος τύπος από τη μετοχή του χράω χρεών, το χρεών, ο χρησμός που δόθηκε από το μαντείο, εκείνο που θα γίνει αναγκαστικά, το προδιαγεγραμμένο από τη μοίρα, το δίκαιο, το ορθό