χρηματιστηριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρηματιστηριακός < χρηματιστήριο + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]χρηματιστηριακός -ή -ό
- ο σχετικός με το χρηματιστήριο