χρηματοοικονομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρηματοοικονομικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]χρηματοοικονομικός
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- (λογιστική, ισολογισμός) κατάσταση χρηματοοικονομικής θέσης