χριστιανόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χριστιανόμετρο < χριστιαν(ός) + -ό- + -μετρο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χριστιανόμετρο ουδέτερο
- (νεολογισμός, ειρωνικό) υποτιθέμενο όργανο το οποίο μετρά τη χριστιανική πίστη
- ※ Αναγνώριση της Oρθοδοξίας ως της υπέρτατης δύναμης μέσα στην οποία θα βρουν τη γαλήνη και τη συγχώρεση (και ίσως να ξεγελάσουν πάλι τον κόσμο για να τους ξαναψηφίσει;). Ανακάλυψαν και το… χριστιανόμετρο, σε αντίθεση με το… αριστερόμετρο «από το οποίο καήκαμε», όπως λένε. (Το… χριστιανόμετρο του ΣΥΡΙΖΑ, Το Βήμα, 11/08/2016 ([1])
- ※ Το «χριστιανόμετρο» και το «πιστόμετρο» στο facebook ήρθε να χωρίσει πάλι την Ελλάδα στα δύο (Η έκκληση «Μετανοείτε» αυτή τη φορά απευθύνεται στην εκκλησία, kavalanews.gr, 16/3/2020 [2])
- ※ Σε ερώτηση δημοσιογράφων για το αν υπάρχει «χριστιανόμετρο», απάντησε, «όχι, ποτέ. Μόνο η αγάπη η συγχώρεση, η συναδέλφωση και η συνεργασία. Ιδιαίτερα στο χώρο της Ελλάδας, στην πατρίδα μας, ιδιαίτερα αυτές τις ώρες απαραίτητη είναι η συνεργασία (Εφημερίδα των Συντακτών, 26/04/2024)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χριστιανόμετρο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μετρο (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ειρωνικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)