χρονισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρονισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρονισμός αρσενικό
- η ρύθμιση ενός μηχανισμού ώστε κάποια λειτουργία του να συμβαίνει σε κατάλληλο χρόνο, σχετικό με άλλη λειτουργία της
- η επιλογή του χρόνου στο οποίο θα γίνει κάποια ενέργεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρύθμιση μηχανισμού
|
επιλογή της χρονικής στιγμής
|