χρονορρύθμιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χρονορρύθμιση | οι | χρονορρυθμίσεις |
γενική | της | χρονορρύθμισης* | των | χρονορρυθμίσεων |
αιτιατική | τη | χρονορρύθμιση | τις | χρονορρυθμίσεις |
κλητική | χρονορρύθμιση | χρονορρυθμίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρονορρυθμίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρονορρύθμιση θηλυκό
- ωρολογιακός μηχανισμός που ρυθμίζει τη χρονική διάρκεια λειτουργίας μιας συσκευής
- Η συσκευή διαθέτει χρονορρύθμιση