χρυσοθήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η χρυσοθήρας οι χρυσοθήρες
      γενική του/της χρυσοθήρα των χρυσοθηρών
    αιτιατική τον/τη χρυσοθήρα τους/τις χρυσοθήρες
     κλητική χρυσοθήρα χρυσοθήρες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Και γενική πληθυντικού, χρυσοθήρων.
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χρυσοθήρας < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική χρυσοθήρας < χρυσο- + -θήρας[1] < θήρα (το κυνήγι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /xɾi.soˈθi.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρυ‐σο‐θή‐ρας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
σύγχρονοι χρυσοθήρες σε αναζήτηση χρυσού

χρυσοθήρας αρσενικό ή θηλυκό [2]

  1. που ψάχνει να βρει μεταλλεία με κοιτάσματα χρυσού ή ακόμη και αποθέσεις χρυσού στις όχθες των ποταμών
  2. (μεταφορικά) που επιδιώκει να αποκτήσει πλούτη με οποιοδήποτε τρόπο
     συνώνυμα: τυχοδιώκτης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ως αρσενικό, γενική πληθυντικού -θήρων κατά την κλίση Ο3 (κανόνας - χρυσοθήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ως αρσενικό και θηλυκό με γενική πληθυντικού σε -ών - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



ζητούμενο λήμμα