χρωματοποιείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρωματοποιείο (μαρτυρείται από το 1887) [1] < χρωματ(ος) + -ο- + -ποιείο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρωματοποιείο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρωματοποιείο
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 1125, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου