χρωματουργία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρωματουργία οι χρωματουργίες
      γενική της χρωματουργίας των χρωματουργιών
    αιτιατική τη χρωματουργία τις χρωματουργίες
     κλητική χρωματουργία χρωματουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χρωματουργία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρωματουργία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χρωματουργία θηλυκό

  1. (λόγιο) παραγωγή χρωμάτων
  2. (συνεκδοχικά) το εργοστάσιο παραγωγής χρωμάτων
     συνώνυμα: χρωματοποιία

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]