χρωματόσωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρωματόσωμα ουδέτερο και χρωμόσωμα
- * (βιολογία) σωματίδιο του κυτταρικού πυρήνα, που περιέχει τα γονίδια και αποτελείται από DNA και πρωτεΐνες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρωματόσωμα
|