χρωστική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρωστική οι χρωστικές
      γενική της χρωστικής των χρωστικών
    αιτιατική τη χρωστική τις χρωστικές
     κλητική χρωστική χρωστικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χρωστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου χρωστικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χρωστική θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

χρωστική

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]