χρωστούμενα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα χρωστούμενα
      γενική των χρωστούμενων
χρωστουμένων
    αιτιατική τα χρωστούμενα
     κλητική χρωστούμενα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χρωστούμενα < ουδέτερο του χρωστούμενος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χρωστούμενα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]