χρόνια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χρονιά, χρονία

Προφορά 1

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο χρόνος οι χρόνοι τα χρόνια
      γενική του χρόνου των χρόνων
    αιτιατική τον χρόνο τους χρόνους τα χρόνια
     κλητική χρόνε χρόνοι χρόνια
Δείτε σημειώσεις στο χρόνος.
Κατηγορία όπως «βράχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ΔΦΑ : /ˈxɾo.ɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρό‐νια
τονικό παρώνυμο: χρονιά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χρόνια: δεύτερος πληθυντικός της λέξης χρόνος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χρόνια ουδέτερο στον πληθυντικό , χωρίς γενική

  1. περίοδος δύο ή περιοσσότερων ετών
    Μέσα σε δύο χρόνια θα έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες.
  2. ιστορική περίοδος
    στα χρόνια του παππού μου
  3. η ηλικία
    Προχθές ο Γιώργος έκλεισε τα είκοσι χρόνια του

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

→ και δείτε  εκφράσεις με τη λέξη χρονιά & με τη λέξη χρόνος

Προφορά 2

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈxɾo.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρό‐νι‐α
τονικό παρώνυμο: χρονία

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
χρόνια < χρόνι(ος) +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

χρόνια

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
χρόνια: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

χρόνια