χρῆσις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρῆσις -ήσεως θηλυκό
- χρήση, μεταχείριση
- χρησιμότητα, πλεονέκτημα
- στενή σχέση, ερωτική επαφή
- συνήθεια
- χρησμός, απόκριση μαντείου
- δάνειο