χυδαιολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χυδαιολογώ < χυδαιολόγ(ος) + (-λογώ)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /çi.ðe.o.loˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χυ‐δαι‐ο‐λο‐γώ

χυδαιολογώ , πρτ.: χυδαιολογούσα, στ.μέλλ.: θα χυδαιολογήσω, αόρ.: χυδαιολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη χυδαίος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]