χυλοπίτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χυλοπίτα | οι | χυλοπίτες |
γενική | της | χυλοπίτας | των | (χυλοπιτών) |
αιτιατική | τη | χυλοπίτα | τις | χυλοπίτες |
κλητική | χυλοπίτα | χυλοπίτες | ||
Συγκρίνετε με την κλίση χυλόπιτα. | ||||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /çi.loˈpi.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χυ‐λο‐πί‐τα
- τονικό παρώνυμο: χυλόπιτα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χυλοπίτα θηλυκό
- (γαστρονομία) είδος ζυμαρικού σε σχήμα μικρών τετραγώνων (συνήθως στον πληθυντικό)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- χυλόπιτα (μεταφορική σημασία)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χυλοπίτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'πίτα' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)