χυμαδιό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χυμαδιό < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χυμαδιό ουδέτερο

  • (οικείο) χαρακτηρισμός ατόμου ή κατάστασης που είναι χύμα, χωρίς σύστημα, ή χωρίς προορισμό ή χωρίς τάξη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]