χυμευτική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χυμευτική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χυμευτική θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χυμευτική
|
χυμευτική θηλυκό
|