χωλεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χωλεύω < χωλός + -εύω

χωλεύω (παθητικό: χωλεύομαι)

  1. είμαι ή γίνομαι κουτσός, κουτσαίνω, ίσως κουτσαίνω παροδικά και δεν έχω μόνιμη αναπηρία, δεν είμαι δηλαδή χωλός ή δεν είχα αναηπηρία, αλλά την αποκτώ τώρα
    θόρυβος οὖν καὶ ἅμιλλα καὶ ἱδρὼς ἔσχατος γίγνεται... πολλαὶ μὲν χωλεύονται, πολλαὶ δὲ πολλὰ πτερὰ θραύονται :μέσα στη φασαρία και τον ανταγωνισμό και τον ιδρώτα για τη νίκη... πολλά <άλογα> κουτσαίνονται ή σπάνε τα πτερύγια των αρμάτων (Πλάτ.)
  2. (μεταβατικό) κουτσαίνω κάποιον άλλο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]