χωρατάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χωρατάς | οι | χωρατάδες |
γενική | του | χωρατά | των | χωρατάδων |
αιτιατική | τον | χωρατά | τους | χωρατάδες |
κλητική | χωρατά | χωρατάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χωρατάς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χωρατάς αρσενικό